- χαρτουλαρίου
- χαρτουλάριοςchartulariusmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χαρτουλαράτο — το, Ν 1. το αξίωμα τού χαρτουλαρίου 2. η περιοχή δικαιοδοσίας τού χαρτουλαρίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαρτουλάριος + κατάλ. άτο (πρβλ. δεσποτ άτο)] … Dictionary of Greek
χαρτουλαρία — ἡ, Μ [χαρτουλάριος] το αξίωμα τού χαρτουλαρίου … Dictionary of Greek
χαρτουλαρεύω — Μ [χαρτουλάριος] ασκώ το αξίωμα τού χαρτουλαρίου … Dictionary of Greek
Κομητάς — (9ος αι. μ.Χ.). Βυζαντινός λόγιος. Δίδαξε γραμματική στη σχολή της Μαγναύρας στην Κωνσταντινούπολη και τιμήθηκε με το αξίωμα του χαρτουλάριου. Επιπλέον, ασχολήθηκε με τη στιχουργική και τη διόρθωση των ομηρικών κειμένων. Αξιόλογα είναι τα… … Dictionary of Greek